- αόμματος
- -η, -ο (Μ ἀόμματος, -ον) [όμμα]αυτός που δεν έχει ικανότητα όρασης, τυφλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀόμματος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αόμματος — η, ο τυφλός: Ήταν αόμματος από γεννησιμιού, αλλά το ψωμί του το κέρδιζε δουλεύοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀόμματον — ἀόμματος masc/fem acc sg ἀόμματος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀομμάτων — ἀόμματος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόμματα — ἀόμματος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δε βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος, στραβός. 2. μτφ., άκριτος, παράλογος, παράφορος: Τυφλή εκδίκηση. 3. ανεξέταστος, απεριόριστος: Τυφλή υποταγή. 4. που έχει μόνο είσοδο και καμιά έξοδο: Τυφλός δρόμος. 5. το αρσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
ανόμματος — η, ο (Α ἀνόμματος, ον) [όμμα] ο δίχως μάτια, ο αόμματος … Dictionary of Greek
δυσόμματος — δυσόμματος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει δύσκολα 2. τυφλός, αόμματος 3. νεκρός … Dictionary of Greek